Working languages:
English to Greek
German to Greek

Drepaniotis

Local time: 16:28 EEST (GMT+3)

Native in: Greek Native in Greek
Feedback from
clients and colleagues

on Willingness to Work Again info

This service provider is not currently displaying positive review entries publicly.

No feedback collected
  Display standardized information
Account type Freelance translator and/or interpreter
Data security Created by Evelio Clavel-Rosales This person has a SecurePRO™ card. Because this person is not a ProZ.com Plus subscriber, to view his or her SecurePRO™ card you must be a ProZ.com Business member or Plus subscriber.
Affiliations This person is not affiliated with any business or Blue Board record at ProZ.com.
Services Translation, Editing/proofreading
Expertise
Specializes in:
Advertising / Public RelationsComputers (general)
Engineering (general)History

Rates

Portfolio Sample translations submitted: 2
German to Greek: Wolfgang Borchert, Das Brot
General field: Art/Literary
Source text - German
Plötzlich wachte sie auf. Es war halb drei. Sie überlegte, warum sie aufgewacht war. Ach so!
In der Küche hatte jemand gegen einen Stuhl gestoßen. Sie horchte nach der Küche. Es war
still. Es war zu still und als sie mit der Hand über neben sie fuhr, fand sie es leer. Das war
es, was es so besonders still gemacht hatte: sein Atem fehlte. Sie stand auf und tappte
durch die dunkle Wohnung zur Küche. In der Küche trafen sie sich. Die Uhr war halb drei.
Sie sah etwas weißes am Küchenschrank stehen. Sie machte Licht. Sie standen sich im
Hemd gegenüber. Nachts. Um halb drei. In der Küche. Auf dem Küchentisch stand der
Brotteller. Sie sah, daß er sich Brot abgeschnitten hatte. Das messer lag noche neben dem
Teller. Und auf der Decke lagen Brotkrümel. Wenn si abends zu Bett gingen, machte sie
immer das Tischtuch sauber. Jeden Abend. Aber nun lagen Krümel auf dem Tuch. Und das
Messer lag da. Sie fühlte, wie die Kälte der Fliesen langsam an ihr hochkoch. Und sie sah
vor dem Teller weg.
“Ich dachte, hier wäre was”, sagte er und ash in der Küche umher.
“Ich habe auch was gehört”, antwortete sie und dabei fand sie, daß er nachts im Hemd doch
schon recht alt aussah. So alt wie er war. Dreiundsechzig. Tagsüber sah er manchmal
jünger aus. Sie sieht doch schon alt aus, dachte er, im Hemd sieht sie doch ziemlich alt aus.
Aber das liegt vielleicht an den Harren. Die machen dann auf einmal so alt.
“Du hättest Schuhe anziehen sollen. So barfuß auf den kalten Fliesen. Du erkältest dich
doch.”
Sie sah ihn nicht an, weil sie nicht ertragen konnte, daß er log. Daß er log, nachdem sie
neununddreißig Jahre verheiratet waren.
“Ich dachte, hier wäre was”, sagte er noch einmal und sah wieder so sinnlos von einer Ecke
in die andere, “ich hörte hier was. Da dachte ich, hier wäre was.”
“Ich hab auch was gehört. Aber es war wohl nichts.” Sie stellte den Teller vom Tisch und
schnippte die Krümel von der Decke.
“Nein, es war whole nichts”, echote er sicher.
Sie kam ihm zu Hilfe: “Komm man. Das war wohl draußen. Komm man zu Bett. Du erkältest
dich doch. Auf den kalten Fliesen.”
Er sah zum Fenster hin. “Ja, das muß wohl draußen gewesen sein. Ich dachte, es wäre
hier.”
Sie hob die Hand zum Lichtschalter. Ich muß das Licht jetzt ausmachen, sonst muß ich nach
dem Teller sehen, dachte sie. Ich darf doch nicht nach dem Teller sehen. “Komm man”,
sagte sie und machte das Licht aus, “das war wohl draußen. Die Dachrinne schlägt immer
bei Wind gegen die Wand. Es war sicher die Dachrinne. Bei Wind klappert sie immer.”
Sie tappten sich beide über den dunklen Korridor zum Schlafzimmer. Ihre nackten füße
platschten auf den Fußboden.
“Wind ist ja”, meinte er. “Wind war schon die ganze nacht.” Als sie im Bett lagen, sagte sie:
“Ja, Wind war schon die ganze Nacht. Es war wohl die Dachrinne.”
“Ja, ich dachte, es wäre in der Küche. Es war wohl die Dachrinne.” Er sagte das, als ob er
schon halb im Slchaf wäre.
2
Aber sie merkte, wie unecht seine Stimme klang, wenn er log. “Es ist kalt”, sagte sie und
gähnte leise, “ich krieche unter die Decke. Gute Nacht.”
“Nacht”, antwortete er und noch: “ja, kalt ist es schon ganz schön.”
Dann war es still. Nach vielen Minuten hörte sie, dass er leise und vorsichtig kaute. Sie
atmete absichtlich tief und gleichmäßig, damit er nicht merken sollte, daß sie noch wach war.
Aber sein Kauen war so regelmäßig, daß sie davon langsam einschlief.
Als er an nächsten Abend nach Hause kam, schob sie ihm vier Scheiben Brot. Sonst hatte er
immer nur drei essen können.
“Du kannst ruhig vier essen”, sagte sie und ging von der Lampe weg. “Ich kann dieses Brot
nicht so recht vertragen. Iß du man eine mehr. Ich vertrag es nicht so gut.”
Sie sah, wie er sich tief über den Teller beugte. Er sah nicht auf. In diesem Augenblick tat er
ihr leid.
“Du kannst doch nicht nur zwei Scheiben essen”, sagte er auf seinen Teller.
“Doch. Abends vertrag ich das Brot nicht gut. Iß man. Iß man.”
Erst nach einer Weile setzte sie sich unter die Lampe an den Tisch.
Translation - Greek
Βόλφγκανγκ Μπόρχερτ
Το ψωμί
Ξύπνησε ξαφνικά. Ήταν δυόμισι. Αναρωτήθηκε τι την ξύπνησε. Α, ναι! Κάποιος είχε σκοντάψει σε μια καρέκλα στην κουζίνα. Έστησε αυτί προς τη μεριά της κουζίνας. Ησυχία. Υπερβολική ησυχία και μόλις άπλωσε το χέρι της δίπλα της, συνάντησε το κενό. Αυτό έκανε την υπερβολική ησυχία: έλειπε η ανάσα του. Σηκώθηκε και διάσχισε ψηλαφητά το σκοτεινό σπίτι μέχρι την κουζίνα. Στην κουζίνα συναντήθηκαν. Η ώρα ήταν δυόμισι.
Είδε κάτι άσπρο να στέκεται δίπλα στο ερμάρι της κουζίνας. Άναψε το φως. Στέκονταν όρθιοι, αντικριστά, φορώντας τα νυχτικά τους. Μέσα στη νύχτα. Στις δυόμισι. Στην κουζίνα. Στο τραπέζι της κουζίνας ήταν το πιάτο του ψωμιού. Είδε ότι είχε κόψει από το ψωμί. Το μαχαίρι ήταν ακόμη ακουμπισμένο δίπλα στο πιάτο. Και στο τραπεζομάντιλο υπήρχαν ψίχουλα. Όταν πήγαιναν το βράδυ να ξαπλώσουν, εκείνη πάντοτε καθάριζε το τραπεζομάντιλο. Τώρα όμως υπήρχαν ψίχουλα στο τραπεζομάντιλο. Και δίπλα ήταν ακουμπισμένο το μαχαίρι. Αισθάνθηκε την ψύχρα από τα πλακάκια να σκαρφαλώνει αργά πάνω της. Και απόστρεψε το βλέμμα της από το πιάτο.
«Νόμισα ότι κάτι γινόταν εδώ», είπε εκείνος και άρχισε να ψάχνει με τα μάτια στην κουζίνα.
«Κι εγώ άκουσα κάτι», απάντησε εκείνη και ταυτόχρονα ανακάλυψε πόσο πολύ γέρος φαινόταν πια αυτός νυχτιάτικα μέσα στην πουκαμίσα του. Τόσο γέρος όσο ήταν. Εξήντα τριών. Την ημέρα μερικές φορές φαινόταν πιο νέος. Φαίνεται πολύ γριά πια, σκέφτηκε εκείνος, με τη νυχτικιά φαίνεται πραγματικά πολύ γριά. Αλλά μπορεί να φταίγανε τα μαλλιά. Ξαφνικά σε γερνάνε τόσο πολύ.
«Έπρεπε να φορέσεις παπούτσια. Έτσι ξυπόλητη στα κρύα πλακάκια. Θα κρυώσεις».
Εκείνη δεν τον κοίταξε καν, γιατί δεν το άντεχε που της έλεγε ψέματα. Της έλεγε ψέματα μετά από τριάντα εννέα χρόνια παντρεμένοι.
«Νόμισα ότι κάτι γινόταν εδώ», είπε ξανά εκείνος και ξανακοίταξε άσκοπα από τη μια άκρη ως την άλλη, «κάτι άκουσα από εδώ. Γι’ αυτό νόμισα ότι κάτι γινόταν εδώ».
«Κι εγώ άκουσα κάτι. Αλλά να που δεν ήταν τίποτα». Πήρε το πιάτο από το τραπέζι και σκούπισε τα ψίχουλα από το τραπεζομάντιλο.
«Όχι, δεν ήταν τίποτα», επανέλαβε με βεβαιότητα και εκείνος, σαν ηχώ.
Έσπευσε να τον βοηθήσει: «Έλα, άντρα μου. Θα ήταν απέξω. Έλα, άντρα μου, να ξαπλώσεις. Θα κρυώσεις. Στα κρύα πλακάκια».
Εκείνος κοίταξε προς το παράθυρο. «Ναι, μάλλον θα ήταν απέξω. Νόμισα ότι κάτι γινόταν εδώ».
Σήκωσε το χέρι της προς το διακόπτη. Πρέπει να σβήσω τώρα το φως, αλλιώς θα αναγκαστώ να κοιτάξω το πιάτο, σκέφτηκε. Δεν κάνει να κοιτάξω το πιάτο. «Πάμε, άντρα μου», είπε και έσβησε το φως, «σίγουρα ήταν κάτι απέξω. Όταν φυσάει η υδρορροή χτυπάει πάντα στον τοίχο. Σίγουρα ήταν η υδρορροή. Όταν φυσάει χτυπάει συνέχεια».
Ψηλαφητά διασχίσανε μαζί το σκοτεινό διάδρομο προς την κρεβατοκάμαρα. Τα γυμνά τους πόδια πλατσούριζαν στο πάτωμα.
«Και βέβαια έχει αέρα», είπε εκείνος. «Φυσούσε όλη τη νύχτα». Όταν ξάπλωσαν, εκείνη είπε: «Ναι, φυσούσε όλη τη νύχτα. Σίγουρα ήταν η υδρορροή».
«Ναι, εγώ νόμισα ότι ήταν στην κουζίνα. Σίγουρα ήταν η υδρορροή». Το είπε σαν να είχε κιόλας μισοκοιμηθεί.
Αλλά εκείνη παρατήρησε πόσο κάλπικη ακουγόταν η φωνή του όταν έλεγε ψέματα. «Κάνει κρύο», είπε και χασμουρήθηκε ελαφριά, «θα χωθώ στα σκεπάσματα. Καληνύχτα».
«Νύχτα», της αποκρίθηκε αυτός και συνέχισε: «Ναι, κάνει κιόλας πραγματικά πολύ κρύο».
Μετά έπεσε ησυχία. Ύστερα από πολλά λεπτά, τον άκουσε να μασάει αθόρυβα και προσεκτικά. Εκείνη ανάσαινε σκοπίμως βαθιά και ομοιόμορφα, για να μην την καταλάβει αυτός ότι ήταν ακόμη ξύπνια.
Αλλά μασούσε τόσο ρυθμικά, που εκείνη σιγά σιγά αποκοιμήθηκε.
Το επόμενο βράδυ που γύρισε σπίτι εκείνος, του έδωσε τέσσερις φέτες ψωμί. Κανονικά επιτρεπόταν να τρώει μόνο τρεις.
«Μπορείς να φας τέσσερις με την ησυχία σου», του είπε και απομακρύνθηκε από τη λάμπα. «Δεν το αντέχω και πολύ αυτό το ψωμί. Φάε εσύ, άντρα μου, μια φέτα περισσότερη. Εγώ δεν το αντέχω και πολύ».
Τον είδε πως βυθίστηκε μέσα στο πιάτο του. Δεν σήκωσε το βλέμμα του. Εκείνη τη στιγμή τον λυπήθηκε.
«Μα δεν μπορεί να φας εσύ μόνο δύο φέτες«, είπε εκείνος μιλώντας στο πιάτο του.
«Μπορώ. Δεν το αντέχω και πολύ το ψωμί βραδιάτικα. Φάε, άντρα μου. Φάε».
Πέρασε λίγη ώρα· μετά κάθισε κι εκείνη στο τραπέζι, κάτω από το φως της λάμπας.
English to Greek: Charles Baxter, The Cliff
General field: Art/Literary
Source text - English
ON THE WAY OUT to the cliff, the old man kept one hand on the wheel. He smoked
with the other hand. The inside of the car smelled of wine and cigarette ashes. He
coughed constantly. His voice sounded like a version of the cough.
"I used to smoke Camels unfiltered," he told the boy. The dirt road, rutted, dipped
hard, and the car bounced. "But I switched brands. Camels interfered with my eating.
I couldn't taste what the Duchess cooked up. Meat, salad, Jell-O: it all tasted the same.
So I went to low tar. You don't smoke, do you, boy?"
The boy stared at the road and shook his head.
"Not after what I've taught you, I hope not. You got to keep the body pure for the
stuff we're doing."
"You don't keep it pure," the boy said.
"I don't have to. It's been pure. And, like I say, nobody is ever pure twice."
The California pines seemed brittle and did not sway as they drove past. The boy
thought he could hear the crash of the waves in front of them. "Are we almost there?"
"Kind of impatient, aren't you?" the old man said, suppressing his cough. "Look,
boy, I told you a hundred times: you got to train your will to do this. You get
impatient, and you — "
"— I know, I know. 'You die.' " The boy was wearing a jacket and a New York
Mets cap. "I know all that. You taught me. I'm only asking if we're there yet."
"You got a woman, boy?" The old man looked suspicious. "You got a woman?"
“I’m only fifteen," the boy said nervously.
"That's not too old for it, especially around here."
"I’ve been kissed," the boy said. "Is that the ocean?"
"That's her," the old man said. "Sometimes I think I know everything about you,
and then sometimes I don't think I know anything. I hate to take chances like this.
You could be hiding something out on me. The magic's no damn good if you're hiding
something out on me."
"It'll be good," the boy said, seeing the long line of blue water through the trees. He
pulled the visor down lower, so he wouldn't squint. "It'll be real good."
"Faith, hope, charity, and love," the old man recited. "And the spells. Now I admit
I have fallen from the path of righteousness at times. But I never forget the spells.
You forget them, you die."
"I would not forget them," the boy said.
"You better not be lying to me. You been thieving, sleeping with whores, you been
carrying on in the bad way, well, we'll find out soon enough." He stopped the car at a
clearing. He turned the key off in the ignition and reached under his seat for a wine
bottle. His hands were shaking. The old man unscrewed the cap and took a long swig.
He recapped it and breathed out the sweet aroma in the boy's direction. "Something
for my nerves," he said. "I don't do this every day."
"You don't believe in the spells anymore," the boy said.
"I am the spells," the old man shouted. "I invented them. I just hate to see a fresh
kid like you crash on the rocks on account of you don't believe in them."
"Don't worry," the boy said. "Don't worry about me."
They got out of the car together, and the old man reached around into the back seat
for his coil of rope.
"I don't need it," the boy said. "I don't need the rope."
"Kid, we do it my way or we don't do it."
The boy took off his shoes. His bare feet stepped over pine needles and stones. He
was wearing faded blue jeans and a sweatshirt, with a stain from the old man's wine
bottle on it. He had taken off his jacket in the car, but he was still wearing the cap.
They walked over a stretch of burnt grass and came to the edge of the cliff.
"Look at those sea gulls down there," the old man pointed. "Must be a hundred."
His voice was trembling with nervousness.
"I know about the sea gulls." The boy had to raise his voice to be heard above the
surf. "I've seen them."
"You’re so smart, huh?" the old man coughed. He drew a cigarette out of his shirt
and lit it with his Zippo lighter. "All right, I'm tired of telling you what to do, Mr.
Know-It-All. Take off the sweatshirt." The boy took it off. "Now make a circle in the
dirt."
"With what?"
"With your foot."
"There isn't any dirt."
"Do like I tell you."
The boy extended his foot and drew a magic circle around himself. It could not be
seen, but he knew it was there.
"Now look out at the horizon and tell it what I told you to tell it."
The boy did as he was told.
"Now take this rope, take this end." The old man handed it to him. "God, I don't
know sometimes." The old man bent down for another swig of wine. "Is your mind
clear?"
"Yeah," the boy said.
"Are you scared?"
"Naw."
"Do you see anybody?"
"Nope."
"You got any last questions?"
"Do I hold my arms out?"
"They do that in the Soviet Union," the old man said, "but they also do it sitting on
pigs. That's the kind of people they are. You don't have to hold your arms out. Are
you ready? Jump!"
The boy felt the edge of the cliff with his feet, jumped, and felt the magic and the
horizon lifting him up and then out over the water, his body parallel to the ground. He
took it into his mind to swoop down toward the cliffs, and then to veer away
suddenly, and whatever he thought, he did. At first he held on to the rope, but even
the old man could see that it was unnecessary, and reeled it in. In his jeans and cap,
the boy lifted himself upward, then dove down toward the sea gulls, then just as easily
lifted himself up again, rushing over the old man's head before flying out over the
water.
He shouted with happiness.
The old man reached down again for his wine.
"The sun!" the old man shouted. "The ocean! The land! That's how to do it!" And
he laughed suddenly, his cough all gone. "The sky!" he said at last.
The boy flew in great soaring circles. He tumbled in the air, dove, flipped, and
sailed. His eyes were dazzled with the blue also, and like the old man he smelled the
sea salt.
But of course he was a teen-ager. He was grateful to the old man for teaching him
the spells. But this –the cliffs, the sea, the blue sky, and the sweet wine– this was the
old man's style, not his. He loved the old man for sharing the spells. He would think
of him always, for that.
But even as he flew, he was getting ideas. It isn't the style of teen-agers to fly in
broad daylight, on sunny days, even in California. What the boy wanted was
something else: to fly low, near the ground, in the cities, speeding in smooth arcs
between the buildings, late at night. Very late: at the time the girls are hanging up
their clothes and sighing, sighing out their windows to the stagnant air, as the clocks
strike midnight. The idea of the pig interested the boy. He grinned far down at the old
man, who waved, who had long ago forgotten the dirty purposes of flight.
Translation - Greek
Σε όλη τη διαδρομή προς τον γκρεμό, ο γέρος κρατούσε το τιμόνι με το ένα χέρι. Με το άλλο χέρι κάπνιζε. Μέσα στο αυτοκίνητο μύριζε κρασί και στάχτες από τσιγάρα. Ο γέρος έβηχε συνεχώς. Η φωνή του έμοιαζε παραλλαγή του βήχα του.

«Παλιά κάπνιζα Κάμελ άφιλτρα», είπε στο αγόρι. Ο χωματόδρομος, όλο λακκούβες, κατηφόριζε απότομα και το αμάξι χοροπηδούσε. «Όμως άλλαξα μάρκα. Τα Κάμελ μ’ εμπόδιζαν στο φαγητό. Δεν καταλάβαινα τι γεύση είχαν αυτά που μου μαγείρευε η Δουκέσα. Κρέας, σαλάτες, ζελέδες, όλα την ίδια γεύση. Άρχισα λοιπόν αυτά με τη λίγη πίσσα. Εσύ, αγόρι, δεν καπνίζεις, ε;»

Το αγόρι, με το βλέμμα καρφωμένο στο δρόμο, κούνησε αρνητικά το κεφάλι.

«Και βέβαια όχι, μ’ αυτά που σ’ έμαθα, αυτό δα έλειπε. Γι’ αυτό που κάνουμε πρέπει να το κρατάς αγνό το σώμα σου».

«Εσύ δεν κρατάς αγνό το δικό σου», είπε το αγόρι.

«Εγώ δεν χρειάζεται. Αλλά ήταν αγνό. Και όπως λέω, κανείς δεν είναι δυο φορές αγνός».

Τα καλιφορνέζικα πεύκα, που έμοιαζαν έτοιμα να σπάσουν στα δύο, έμεναν ακίνητα καθώς περνούσαν από δίπλα τους. Το αγόρι νόμισε πως άκουσε τα κύματα μπροστά τους να παφλάζουν. «Κοντεύουμε;»

«Είσαι βιαστικός όμως», είπε ο γέρος, συγκρατώντας το βήχα του. «Αγόρι, σ’ το είπα εκατό φορές: Για να το κάνεις αυτό, πρέπει να γυμνάσεις τη θέλησή σου. Λίγο να βιαστείς και…».

«…Ξέρω, ξέρω, “πέθανες”». Το αγόρι φορούσε τζάκετ και καπελάκι των Νιου Γιορκ Μετς. «Τα ξέρω όλα αυτά. Μου τα ’μαθες. Ρώτησα μόνο αν κοντεύουμε να φτάσουμε».

«Έχεις γυναίκα, αγόρι;» Ο γέρος τον κοίταξε καχύποπτα. «Έχεις γυναίκα;»

«Μα είμαι μόνο δεκαπέντε χρονώ», είπε το αγόρι αμήχανα.

«Ε, δεν σε πήραν και τα χρόνια, και σε αυτά εδώ τα μέρη μάλιστα».

«Κάτι φιλιά μόνο», είπε το αγόρι. «Αυτός είναι ο ωκεανός;»

«Αυτός είναι», είπε ο γέρος. «Μερικές φορές νομίζω ότι ξέρω τα πάντα για σένα και μετά, άλλες φορές, νομίζω ότι δεν ξέρω τίποτα. Δεν μου αρέσει να παίρνω τέτοια ρίσκα. Μπορεί να μου κρύβεις κάτι. Το μαγικό δεν πιάνει μία αν μου κρύβεις κάτι».

«Θα πιάσει», είπε το αγόρι, κοιτάζοντας μέσα από τα δέντρα τη μακριά γραμμή των γαλανών νερών. Χαμήλωσε το γείσο για να μη θαμπώνεται. «Θα πιάσει μια χαρά».

«Σοφίας, Πίστεως, Ελπίδος και Αγάπης», απαρίθμησε ο γέρος. «Και τα ξόρκια. T’ ομολογώ πως μερικές φορές παραστράτησα από το δρόμο της αρετής. Αλλά τα ξόρκια δεν τα ξεχνάω ποτέ. Τα ξέχασες, πέθανες».

«Δεν θα τα ξεχνούσα», είπε το αγόρι.

«Το καλό που σου θέλω, να μη μου λες ψέματα. Αν έκλεψες, αν πήγες με τις πόρνες, αν πήρες κακό δρόμο, σύντομα θα το μάθουμε». Σταμάτησε το αμάξι σ’ ένα ξέφωτο. Γύρισε το κλειδί να σβήσει η μηχανή κι έβγαλε από κάτω από το κάθισμά του ένα μπουκάλι κρασί. Τα χέρια του τρέμανε. Ο γέρος ξεβίδωσε το βούλωμα και ρούφηξε μια γερή γουλιά. Το ξαναβίδωσε και ξεφύσηξε το γλυκό άρωμα προς το αγόρι. «Για τα νεύρα μου», είπε. «Δεν το κάνω καθημερινά».

«Δεν πιστεύεις πια στα ξόρκια», είπε το αγόρι.

«Εγώ είμαι τα ξόρκια», έβαλε τις φωνές ο γέρος. «Δικιά μου εφεύρεση είναι. Απλώς δεν θα ήθελα να δω ένα αγόρι όλο ζωή όπως εσύ να τσακίζεται στα βράχια επειδή δεν πιστεύει στα ξόρκια».

«Μη χολοσκάς», είπε το αγόρι. «Μη χολοσκάς για μένα».

Βγήκαν ταυτόχρονα από το αυτοκίνητο και ο γέρος έπιασε από το πίσω κάθισμα την κουλούρα με το σχοινί του.

«Δεν το χρειάζομαι», είπε το αγόρι. «Δεν το χρειάζομαι το σχοινί».

«Μικρέ, ή θα το κάνουμε με τον τρόπο μου ή δεν θα το κάνουμε καθόλου».

Το αγόρι έβγαλε τα παπούτσια του. Με τα γυμνά του πόδια πάτησε σε πευκοβελόνες και πέτρες. Φορούσε ξεβαμμένο μπλουτζίν και μια μπλούζα λεκιασμένη από το μπουκάλι το κρασί του γέρου. Είχε βγάλει το μπουφάν του στο αυτοκίνητο, αλλά φορούσε ακόμη το καπελάκι. Περπάτησαν ένα κομμάτι με καμένα χόρτα κι έφτασαν στην άκρη του γκρεμού.

«Κοίτα τους γλάρους εκεί κάτω», έδειξε ο γέρος. «Θα ’ναι και καμιά εκατοστή». Η φωνή του έτρεμε από την ένταση.

«Τους ξέρω τους γλάρους». Το αγόρι έπρεπε να φωνάζει δυνατά για να ξεχωρίσει η φωνή του από τα κύματα. «Τους έχω ξαναδεί».

«Είσαι ξυπνοπούλι, ε;» έβηξε ο γέρος. Πήρε ένα τσιγάρο από το πουκάμισό του και το άναψε με τον ζίπο του. «Εντάξει, βαρέθηκα να σου λέω τι να κάνεις, κύριε Παντογνώστη. Βγάλε την μπλούζα». Το αγόρι την έβγαλε. «Φτιάξε τώρα έναν κύκλο στο χώμα».

«Με τι;»

«Με το πόδι σου».

«Μα δεν υπάρχει καθόλου χώμα».

«Κάνε αυτό που σου λέω».

Το αγόρι τέντωσε το πόδι του και σχεδίασε έναν μαγικό κύκλο γύρω του. Κανείς δεν θα μπορούσε να τον δει, αλλά εκείνος ήξερε ότι ήταν εκεί.

«Τώρα κοίτα στον ορίζοντα και πες του αυτά που σου είπα να του πεις».

Το αγόρι έκανε όπως του είπε.

«Τώρα πιάσε το σχοινί, από αυτή την άκρη». Ο γέρος τού την έδωσε. «Θεέ μου, μερικές φορές πραγματικά δεν ξέρω». Ο γέρος έσκυψε και τράβηξε άλλη μια γουλιά κρασί. «Είναι το μυαλό σου καθαρό;»

«Ναι», είπε το αγόρι.

«Φοβάσαι;»

«Τσκ».

«Βλέπεις κανέναν;»

«Μπα».

«Καμιά τελευταία ερώτηση;»

«Να απλώσω τα χέρια μου;»

«Έτσι το κάνουν στη Σοβιετία», είπε ο γέρος, «αλλά εκεί το κάνουν και καβάλα σε γουρούνες. Τέτοιοι άνθρωποι είναι. Όχι, δεν χρειάζεται να απλώσεις τα χέρια σου. Έτοιμος; Πήδα!»

Το αγόρι δοκίμασε με τα πόδια του την άκρη του γκρεμού, πήδηξε, κι αισθάνθηκε τη μαγεία και τον ορίζοντα να τον ανυψώνουν και να τον τραβάνε έξω, πάνω από το νερό, το σώμα του παράλληλο στη γη. Έβαλε στο μυαλό του να βουτήξει προς τον γκρεμό και ξαφνικά ν’ αλλάξει ρότα και να τον αποφύγει, και, όπως ακριβώς το σκέφτηκε, έτσι και το έκανε. Στην αρχή κρατούσε ακόμη το σχοινί, αλλά ακόμη και ο γέρος είδε ότι του ήταν άχρηστο και το ξαναμάζεψε κουλούρα. Το αγόρι, φορώντας το τζιν και το καπελάκι του, ανέβηκε προς τα ουράνια και μετά βυθίστηκε προς τους γλάρους κι ύστερα, το ίδιο εύκολα, πήρε πάλι ύψος και πέρασε με ταχύτητα πάνω από το κεφάλι του γέρου, πριν ανοιχτεί και πετάξει πάνω από το νερό.

Φώναζε ευτυχισμένος.

Ο γέρος πήρε ξανά από κάτω το κρασί του.

«Στον ήλιο!» φώναξε ο γέρος. «Στον ωκεανό! Στη γη! Έτσι πρέπει να γίνεται!» Και ξαφνικά έβαλε τα γέλια, και ο βήχας του ανήκε στο παρελθόν. «Στον ουρανό!» είπε τελικά.

Το αγόρι πετούσε σχηματίζοντας μεγάλους κύκλους, όλο και πιο ψηλά. Έκανε τούμπες στον αέρα, βουτούσε, αναποδογύριζε και ανεμοπορούσε. Τα μάτια του είχαν κι εκείνου θαμπώσει από το γαλάζιο και, όπως και ο γέρος, οσφραινόταν το αλάτι της θάλασσας.

Εκείνος όμως ήταν έφηβος. Χρωστούσε ευγνωμοσύνη στο γέρο που του δίδαξε τα ξόρκια. Αλλά αυτά εδώ –οι γκρεμοί, η θάλασσα, ο γαλάζιος ουρανός, το γλυκό κρασί– αυτά ήταν τα γούστα του γέρου, όχι δικά του. Τον αγαπούσε τον γέρο που μοιράστηκε τα ξόρκια του. Θα τον θυμόταν πάντα γι’ αυτό.

Αλλά, καθώς πετούσε, του ερχόντουσαν ιδέες. Δεν είναι γούστο εφηβικό να πετάς μέρα μεσημέρι τις ηλιόλουστες μέρες, ούτε καν στην Καλιφόρνια. Αυτό που ήθελε το αγόρι ήταν κάτι άλλο: να πετάει αργά τη νύχτα, χαμηλά, ξυστά στο έδαφος, μέσα στις πόλεις, να γεφυρώνει γοργά με κομψά τόξα τα κτίρια. Πολύ αργά τη νύχτα· την ώρα που τα κορίτσια κρεμάνε τα ρούχα τους και αναστενάζουν· αναστενάζουν στα παράθυρά τους ρουφώντας τον πηχτό αέρα καθώς τα ρολόγια χτυπάνε μεσάνυχτα.Θυμήθηκε τις γουρούνες κι η σκέψη φάνηκε ενδιαφέρουσα στο αγόρι. Χαμογέλασε πλατιά στο γέρο, που του έγνεφε από κάτω, από πολύ μακριά· που είχε ξεχάσει εδώ και καιρό τους άσεμνους σκοπούς της πτήσης.

Experience Years of experience: 33. Registered at ProZ.com: Mar 2012.
ProZ.com Certified PRO certificate(s) N/A
Credentials N/A
Memberships N/A
Software Trados Studio
Bio


Profile last updated
Mar 20, 2012



More translators and interpreters: English to Greek - German to Greek   More language pairs