κοινοτικοποίηση communitisation

Creator:
Language pair:grecki > angielski
Definition / notes:Κοινοτικοποίηση:
Αυτός ο τεχνικός όρος σημαίνει ότι ένα ζήτημα μεταφέρεται από τον δεύτερο ή τον τρίτο "πυλώνα" (ή "άξονα") της ΕΕ προς τον πρώτο πυλώνα, έτσι ώστε να μπορεί να αντιμετωπιστεί χρησιμοποιώντας την "κοινοτική μέθοδο".
All of ProZ.com
  • All of ProZ.com
  • Szukaj terminu
  • Praca
  • Forum
  • Multiple search